Αὐτὴ ἡ προσπάθεια εἶναι ἀπόρροια καμπόσων ὡρῶν ποὺ ἔχω ἀφιερώσει νὰ ἀναζητῶ λέξεις ποὺ ἐμφανίζονται στὸ ἔργο τοῦ Καραγάτση. Μπαϊλντισμένος γὰρ ὡς ἦν, καὶ γιὰ νὰ μὴν τραβήξουν κι ἄλλοι τὰ ἴδια, ἀποφάσισα νὰ δημιουργήσω ἐτοῦτο ἐδῶ τὸ γλωσσάρι. Ἰδιαιτέρα ἔμπνευσι δὲ ἀπετέλεσε τὸ γλωσσάρι τοῦ Γιώργου Τράπαλη στὸ ἔργο τοῦ Νίκου Καββαδία.
Γενικὰ, ἔχω συμπεριλάβει λέξεις ποὺ πιστεύω ὅτι εἶναι ἄγνωστες σὲ ἕναν μέσο ἀναγνώστη (σὰν ἐμένα). Νομίζω εἶναι ἐνδιαφέρον πὼς ἀρκετὲς λέξεις ποὺ θὰ βρεῖτε στὸ γλωσσάριο τοῦτο δὲν φαίνεται νὰ τὶς περιέχῃ κανένα ἄλλο διαδικτυακὸ γλωσσάριο, λεξικό, κλπ. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅμως, ὑπάρχουν καὶ κάποιες λέξεις τῶν ὁποίων τὴν σημασίαν δὲν ἔχω καταφέρει νὰ βρῶ πουθενά, οὔτε βέβαια καὶ νὰ σκεφτῶ κάποια ἐρμηνεία ἐγώ. Ἐκεῖνες τὶς ἔχω ἐπισημάνει ὡς ἄγνωστες. Τέλος, δὲν κατάφερα νὰ βρῶ τὴν σημασία ἀρκετῶν λέξεων, ἔκανα ὅμως μιὰ φιλότιμον «μαντεψιά». Αὐτὲς μπορεῖτε νὰ τὶς διακρίνητε ἀπὸ τὴν χαρακτηριστικὴ χρήση τοῦ «μᾶλλον».1
Ὅπου ἦτο δύνατό, ἔχω συμπεριλάβει παραπομπές σὲ ἐξωτερικές πηγές ἢ/καὶ τὴν ἐτυμολογία τῶν λέξεων· ἀμφότερα μοῦ ἔχουν φανῆ διαφωτιστικά πολλάκις. Ἔτι, ἔχω συμπεριλάβει καὶ λέξεις οἱ ὁποῖες ναὶ μὲν χρησιμοποιῦνται σήμερα αθρόα (π.χ., πωρωμένος, ἐπιτήδεια, ἀπόγειο(ς), πήχη), ἐμφανίζονται ὅμως δὲ μὲ λιγότερο γνωστές τους σημασίες στὸ ἔργο τοῦ Καραγάτση.
Τὸ γλωσσάρι αὐτὸ ἐξ' ἀρχῆς προωρίσθη νὰ βρίσκηται ὑπό κατασκευῇ ἐς ἀεί. Αὐτὸ βασικά στέλνει ἀνοιχτὴ πρόσκλησι πρὸς πάντες ὑμῶν πιστοὺς ἵνα ἐπικοινωνήσαιτε μαζί μου2 γιὰ λέξεις ποὺ τυχόν λείπουν ἢ γιὰ νὰ ἀναφέρητε ὁποιαδήποτε λάθη.
Πρὸς τὸ παρόν, τὸ γλωσσάρι ἔχει ταξινομηθῆ ἀλφαβητικά. Ἐν καιρῷ, ὠφέλιμο θὰ ἦτο νὰ φτιαχτῇ μιὰ σοβαρὰ ἀναζήτησι. Ἐν τούτοις, μιὰς καὶ περικοπές ἔπεσον ἐν τῷ μπάτζετι, γιὰ τὴν ὧρα μπορεῖτε νὰ ἀξιοποιήσητε τὸ ἐξαιρετικὰ χρήσιμο Ctrl+F.3
ἀβελτηρική: Μᾶλλον προέρχεται ἀπὸ τὴν λέξι «ἀβελτηρία» ποὺ σημαίνει: ἀνοησία, ἀμυαλιά.
ἀγκαζάρω: Δεσμεύω κάποιον μὲ πρόσκλησι.
ἄγνωρος: Ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ τὸν ἀναγνωρίσῃς.
ἀκοστάρω: πλευρίζω.
ἀλαλιάζω: Κάνω κάποιον νὰ συγχιστῇ, νὰ χάσῃ τὰ μυαλά του.
ἀλατζάς: Ἐκ τοῦ τουρκικοῦ alaca: Εὐτελές βαμβακερὸ ὕφασμα γιὰ ροῦχα τῶν φτωχῶν.
ἀλβιονικός: Ἀπὸ τὴν Μεγάλη Βρετανία.
ἀλέα: δενδροστοιχία.
ἄλικος: Ἔντονα κόκκινος.
ἀμφιλύκη: Θαμπό φῶς ὅταν νυχτώνῃ ἢ ξημερώνῃ.
ἄμωμος: ἀ + μῶμος: ἄμεμπτος.
ἃμ' ἔπος, ἃμ' ἔργον: Μὲ τὸν λόγο καὶ τὸ ἔργο (δηλαδή ὅταν κάνῃς κάτι μὲ τὸ ποὺ τὸ λὲς).4
ἀναλυτός: λιωμένος (π.χ. ἀναλυτὸ χρυσάφι).
ἀνασαιμιά: ἀνάσα, ἀνακούφισι.
ἀνάριος: ἀνά + ἀραιὸς: ἀραιός.
ἄνηβος: ἀ + ἥβη: Ποὺ δὲν ἔχει φτάσει στὴν ἐφηβικὴ ἠλικία.
ἀνυμέναιος: Ἄνευ ὑμεναίου:5 ἀνύπαντρος.
ἀορτή: Ἡ κυριωτέρα ἀρτηρία.
ἀούτης: Πόντιος πρόσφυγας μάγκας.
ἀπάγκειο: Τόπος προφυλαγμένος ἀπὸ ἀνέμους.
ἀπαλάδα: Ἄγνωστο. Φαίνεται νὰ σημαίνῃ εἶτε ὀμορφιὰ εἶτε ἄπλα.
ἀπόγειος: Ἄνεμος ποὺ ἔρχεται ἀπὸ ξηρά.
ἀποκοτιά: ἀπερισκεψία.
ἀπόπατος: Χῶρος ποὺ προορίζεται γιὰ ἀφόδευσι.
Ἀποσπερίτης: Ὁ πλανήτης Ἀφροδίτη.
ἀπωθημένος: Ποὺ ἔχει ἀπ-ωθηθῆ στὸ ὑποσυνείδητο.
ἀράπικο: Ὅπως στό «τὸν ἔπιανε τ' ἀράπικο»: Τὸ πεῖσμα τὸ ἀράπικο, δηλαδὴ μεγάλο πεῖσμα.6
ἀρμάθα: Ὅμοια ἀντικείμενα δεμένα μὲ σχοινί.
ἀρμός: Φαίνεται νὰ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα. Συνήθως: ἄρθρωσις.
ἄρμπουρο: κατάρτι.
ἄρρητ'ἀθέμιτα: ἀσυναρτησίες.
Ἄσπροι φυγάδες τοῦ Ἐξωτερικοῦ: Ἄγνωστο.
ἀστραχάνινη: Ἀστραχάν εἶναι ἕνα εἶδος μαύρης ἢ γκρὶ γούνας ποὺ φτιάχνεται ἀπὸ νεαρὰ πρόβατα καρακούλ στὴν πόλη Ἀστραχὰν τῆς Ρωσίας. Ἀστραχάνινο εἶναι μᾶλλον κάτι ποῦ εἶναι φτιαγμένο ἀπὸ αὐτὸ τὸ εἶδος γούνας.7
ἀσχημονῶ: Συμπεριφέρομαι μὲ ἀπρέπεια.
ἄφατος: ἀνείπωτος.
ἀχνός: ἀτμός.
ἀχός: Ὑπόκωφος ἦχος.
ἀψιά: ἔντονος (ἔντονη).
γέρμα: Ἡ ὥρα ποὺ ὁ ἥλιος γέρνει.
γκέτα: Κάλυμμα γάμπας.
γκιόσα: Ἐκ τοῦ βλάχικου ghes: Κυριολεκτικά: Ἡ μεγάλη σὲ ἠλικία γίδα ἢ προβατίνα. Μεταφορικά: Γυναῖκα μὲ γέρικη καὶ ἄσχημον ἐμφάνισι.
γκουβερνάντα: governess, παραμάνα.
γουλόζος: λαίμαργος, λιχούδης.
γρὸγκς: Ἄγνωστο.
διάβημα: Βῆμα γιὰ νὰ πετύχῃ κανείς κάτι.
διακαμός: Ἐκ τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ διακαίω: Περίγραμμα μορφῆς.
διάσελο: διά + σέλα: Τὸ σχετικὰ ὁμαλὸ κομμάτι ποὺ ἑνώνει δύο κορυφές.
δικολαβικά: Ἀπαξιωτικὸς χαρακτηρισμὸς γιὰ ἐνέργειες κακοῦ δικηγόρου.
δολιχός: Ὅπως καὶ στὰ ἀρχαία: μακρύς.
δραγασιά: ἀγρός.
δραγάτης: ἀγροφύλακας.
δράμι: Μονάδα μέτρησης. Ἕνα δράμι εἶναι περίπου 3.2 κιλά.
ἐμβριθής: Ποὺ διακρίνεται γιὰ τὴν διεισδητικότητα, τὴν βαθιά γνώσι σὲ κάποιο ἀντικείμενο.
ἐν ἑνὶ λόγῳ: μὲ μιὰ λέξη, ἐν συνόψει, ἐν συντομίᾳ, συνοπτικά.
ἐνάλιος: ὑποθαλάσσιος.
ἐπίβαση: καβάλημα, ἐπιβίβασι.
ἐπιπόλαιος: ἐπιφανειακός, χωρίς βάθος.
ἐπιτήδεια (ἐπίρρ.): Μὲ ὡφέλιμο τρόπο.
ἐποποιία: ποιῶ + ἔπος.
ἐρίφης: πονηρός, βλάκας.
ἐταζέρα: Μικρό ξύλινο ἔπιπλο μὲ ράφια.
ἐτάζων: Αὐτὸς ποὺ ἐξ-ετάζει.
ἐφέστιος: ἐπί + ἐστία: ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴν ἐστία.
ἑωθινό: πρωινό.
ζεμανφουτισμός: Ἐκ τοῦ γαλλικοῦ je m'en fous, ποὺ σημαίνει «δὲν μὲ νοιάζει».
ζερβόδεξα: ζερβός = ἀριστερός, ἄρα «ἀριστερὰ καὶ δεξιὰ».
ζιμπελίν: Γούνα ἀπὸ τὸ ζῶο ζιμπελίνα.
ζοχαδιακό(ς): ἰδιότροπος.
ἥβη: ἐφηβεία (ἐπί + ἥβη), νεότις
ἡδυπάθεια: ἡδύς (ἡδονή) + πάσχω: φιληδονία, ἀκολασία.
θερμαστής: Ὑπεύθυνος τοῦ ἀτμολέβητα.
θετικός (ἄνθρωπος): λογικός, ποὺ ξέρει τί κάνει.
κάβος: καραβόσχοινο.
καγχάζω: Γελάω τεχνητά.
καλβαντό: Εἶδος brandy.
καλντερίμι: Ἐκ τοῦ τουρκικοῦ kaldirim, τὸ ὁποῖο προέρχεται ἀπ'τὸ καλὸς + δρόμος (ἀντιδάνειο): Λιθόστρωτος δρόμος.
κάμα: Δίκοπο μαχαίρι.
κάμποτ: Χοντρὸ βαμβακερὸ ὕφασμα.
καμποὺνι: Τὸ πρόστεγο, μιὰ κατασκευὴ πιὸ ψηλὰ ἀπ'τὸ κατάστρωμα, τὸ ὁποῖο συνήθως χρησιμοποιεῖται γιὰ τὴν στέγασι τῶν ἀνδρῶν τοῦ πληρώματος σὲ κακοκαιρία.
κανθαρίδα: Σκαθάρι ποὺ βγάζει τὴν κανθαριδίνη, μία τοξικὴ οὑσία ποὺ παλαιότερα χρησιμοποιεῖτο ὡς ἀφροδισιακό.
καπατσιτά (ἡ): Δεξιότητα, δυνατότητα ἐπιβολῆς, ἐπιτηδειότητα. Ἡ λέξη φαίνεται νὰ προέρχηται ἀπὸ τὸ ἰταλικὸ capacità, που μπορεῖ νὰ μεταφραστῇ ὡς «capacity to do something».
καπίκι: Ρωσικὸ νόμισμα μὲ ἀξία 1/100 τοῦ ρουβλίου.
καπόνι: Δὲν εἶμαι σίγουρος ποιὰ σημασία ταιριάζει. Μᾶλλον: Εὐνουχισμένος κόκκορας.9
καποράλ: Εἶδος ταμπάκο.
Κάρλοβιτς: Στὰ Σλαβικά τὸ ἐπίθημα -ić ἀρχικά χρησιμοποιεῖτο σὲ πατρώνυμα. Κάρλοβιτς σημαίνει ὁ μικρὸς γιὸς τοῦ Καρλ (καὶ τῷ ὄντι, ὁ πατέρας τοῦ Γιούγκερμαν λεγόταν Καρλ).
καρμανιόλα: λαιμητόμος, γκιλοτίνα.
κάρτο: Ἕνα τέταρτο (ἐκ τοῦ quarter).
κάσαρο: Τὸ ἐπίστεγο τοῦ πλοίου.
κατάστιχο: Εἰδικὸ τετράδιο γιὰ τὰ λογιστικά.
καύκαλο: κεφάλι.
κεσάτι: Μειωμένη δουλειὰ καὶ ἔσοδα.
κερεστές: Γενικὰ εἶναι ἡ οἰκοδομικὴ ξυλεία. Μπορεῖ ἐπίσης νὰ σημαίνῃ «ψέμα, ἀπάτη». Ὡστόσο, καμία ἀπὸ τὶς δύο σημασίες δὲν φαίνεται νὰ ταιριάζῃ ἐκεῖ ποὺ βρῆκα τὴν λέξι. Στὸν Γιούγκερμαν, Τόμος Α', γράφει: «ὅλες [...] τὸν εἶχαν τὸν κερεστέ. Ἐξὸν ἀπὸ μιὰ [...] ἕνα νιανιαράκι δίχως ἑκατὸ δράμια ξύγκι». Μὲ τὰ συγκεκριμένα συμφραζόμενα, λοιπόν, φαίνεται νὰ σημαίνῃ «παραπανίσια κιλά».
κεφαλόσκαλο: Τὸ κορυφαῖο σκαλί.
κιαλιαρίζω: Μᾶλλον: Κοιτάζω μὲ τὸ κιάλι.
κλασάρω: ταξινομῶ.
κλῶνος: Ἐκ τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ κλώνος: κλωνάρι.
κόμοδος: Ἐκ τοῦ ἰταλικοῦ «comodo»: βολικός.
κομπιναιζόν ἢ κομπινεζόν: Ἐκ τοῦ γαλλικοῦ: combinaison.
κονεμένη: Ἐκ τοῦ κονεύω,10 ποὺ σημαίνει διαμένω προσωρινά: Αὐτὴ ποὺ ἔχει ἐγκατασταθῆ κάπου προσωρινά.
κουβέρτα: Ἐκ τοῦ ἰταλικοῦ coverta: Πέρα ἀπ'τὴν σημασία ποὺ ξέρουμε, στὴν ναυτικὴ ὀρολογία σημαίνει «κατάστρωμα».
κουλὲρ λοκάλ: Τὸ σύνολο τῶν χαρακτηριστικῶν στοιχείων ἑνὸς τόπου.
κουραδόρος: ἢ κουραδοῦρος ἢ κοραδοῦρος: Ὑπόφραγμα (ἢ ἴσως τὸ πρῶτο ὑπόγειο).11
κουρμπάτσι: Σλάβικης καὶ τουρκικῆς προέλευσης: μαστίγιο, καμουτσίκι.
κρεμεζί: Βαθύ κόκκινο χρώμα.12
κρεπάρω: καταρρέω.
κυνικός: Πέρα ἀπὸ τὴν γνωστὴ σημασία, ἡ λέξη μπορεῖ νὰ σημαίνῃ: Αὐτὸς ποὺ ἐκφράζεται ὡμὰ καὶ χωρὶς εὐπρέπεια.
κυπφέλ: Γερμανικὸ σφολιατοειδὲς σὰν κρουασάν.
κώχη: κόγχη: ἡμικυκλικὴ ἐσοχὴ τοίχου.
μαίαντρο: Τὸ ἀρχαῖο σχέδιο τοῦ Μαιάνδρου.13
μαλαγρεύω: Δὲν ἔχω βρεῖ αὐτὴ τὴν λέξη. Πιθανόν νὰ εἶναι ἄλλη μορφὴ τοῦ μαλαγρώνω, δηλαδὴ ρίχνω μαλάγρα. Μιὰ ἄλλη ἐτυμολογία ποὺ σκέφτηκα: μάλα + ἀγρεύω, ἤτοι κυνηγῶ ἔντονα.14
μαλαματένιος: χρυσός.
μανουβράρω: Χειρίζομαι κάποιον.
μαντώ (τό): Ἐκ τοῦ γαλλικοῦ «manteau»: Γυνακεῖο παλτὸ ποὺ εἶναι κοντὸ καὶ ἐλαφρύ.
μαρίδα: Πλῆθος μικρῶν παιδιῶν.
μαχητό (τεκμήριο): Τὸ τεκμήριο ποὺ μπορεῖ νὰ καταρριφθῇ.
μαχμουρλής: Ὁ ἀγουροξυπνημένος.
μεγαλοπαξιμάδα: Ἄγνωστο.
μεγαλόσχημος: Εἰρωνικό: Ποὺ τάχα ἔχει ὑψηλὴ ἀξία.
μελάνζ: «Σπεσιαλιτέ» βιενέζικος καφές ποὺ εἶναι μισὸς καφές, μισὸς βραστὸ γάλα.
μελόν: Εἶδος καπέλου ἀπὸ σκληρὴ τσόχα.
μερακώνομαι: Μᾶλλον «μερακλώνομαι».
μεσιακός: Ποὺ ἀνήκει σὲ δύο πρόσωπα.
μισεμός: φευγιό.
μοντάρω: Ὀργανώνω μιὰ διαδικασία.
μουζίκος: Ρῶσος χωρικὸς τὴν ἐποχὴ τῆς τσαρικῆς Ρωσίας.
μουράγιο: προκυμαία.
μουστρακοτρόφος: Ἄγνωστο.
μουφλουζεύω: πτωχεύω, μπατιρίζω.
μπαταξής: ἀπατεώνας.
μπάτης: Θαλάσσια αὔρα.
μπεκιάρης: Ἄγαμος ἄντρας.
μπελότα: Μᾶλλον Belote: Παιχνίδι μὲ κάρτες.
μπιμπλό: Ἐκ τοῦ γαλλικοῦ bibelot: Μικρὸ διακοσμητικὸ ἀντικείμενο.
μπομπό: μικρούτσικο.
μπορντερώ: ἔγγραφο, σημείωση.
μπουγάζι: Ἐκ τοῦ τουρκικοῦ bogaz: Στενό θαλάσσιο πέρασμα.
μπουαζερί: Ἐπένδυσι ἀπὸ ξύλο στοὺς τοίχους.
μποτζάρισμα: Ἐκ τῆς λέξης «μπότζι» (τῆς ὁποίας ἡ ἐτυμολογία εἶναι ἰδιατέρως ἐνδιαφέρουσα): Ἡ ταλάντευσι τοῦ πλοίου ἐν τῷ ἐγκάρσιῳ ἄξονι λόγῳ τρικυμίας.
μπούνια: Ὀπές στὸ κατάστρωμα ποὺ ἐπιτρέπουν τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ νεροὺ ποὺ μαζεύεται στὴ θάλασσα.
μπρομοῦρο: Ἐκ τοῦ γαλλικοῦ «bromure»: Τὸ βρωμιούχο κάλιο, μὶα κατευναστική-ἠρεμιστικὴ οὐσία.
μυχός: Τὸ πιὸ ἐσωτερικὸ σημεῖο.15
νέμομαι: Ἐκμεταλλεύομαι τὶς δυνατότητες ποὺ μοῦ παρέχει μιὰ θέση.
νευρόσπαστο: μαριονέτα.
νιτερέσο: συμφέρον.
νιτσεράδα: Ἀδιάβροχο πανωφόρι ἢ ὁποιοδήποτε ἐπικάλυμμα ἀπὸ μουσαμά (ὁ ὁποῖος γενικῶς εἶναι ἀδιάβροχος).
νομέας: Αὐτὸς ποὺ ἔχει ἐπικαρπία σὲ κάτι, ἐξουσία.
νταλκαβούκας: Ἐκ τοῦ τουρκικοῦ dalkavuk: κόλακας, παράσιτο, ἀνεπιθύμητος μουσαφίρης.
ντὰμ παπαντὰμ: Ἢ ὅπως τὸ συναντάμε συνήθως «ἀναντὰμ παπαντάμ»: Ἀπὸ πάππο πρὸς πάππο, ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ.
ντιλετάντης: ἐρασιτέχνης.
ξεφυλίστηκε (καὶ οὐχί «ξεφυλλίστηκε»): ἐκφυλίστηκε.
ξόανο: Ξύλινο ὁμοίωμα.
παγωνιέρα: Παλιὸ ψυγεῖο μὲ πάγο.
παλάντζα: Εἶδος παλιᾶς ζυγαριᾶς.
παναμάς: Εἶδος ψαθιοῦ καπέλου γιὰ ἄνδρες.
παπάχα: Ἄγνωστος ἐτυμολογία: Εἶδος σκούφου ἀπὸ προβιά.
παραδέρνω: ταλαιπωροῦμαι, φθείρομαι.
παρανόμια (καὶ ὄχι παρανομία): τὸ παρανόμι: παρωνύμιο, παρατσούκλι.
παραλής: Μὲ παρά.
παρμαντιέ: Μᾶλλον: πατατόσουπα.
πέζο (καὶ ὄχι ): Δὲν ἔχω βρεῖ ξεκάθαρες πηγές. Φαίνεται πὼς προέρχεται ἐκ τοῦ ἱσπανικοῦ peso, καὶ μπορεῖ νὰ σημαίνῃ: βάρος, ζύγισμα, ζυγαριά.
πελούζ: Ἔδαφος ποὺ καλύπτεται ἀπὸ χαμηλὸ γρασίδι.
περιβουτῶ: Ἄγνωστο. Ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα φαίνεται πῶς σημαίνει «χαϊδολογῶ» ἥ «ἐξαναγκάζω ἄλλο ἄτομο σὲ σεξουαλικὴ πράξη».
περινκνήμιο: περικνήμιο (κάλυμμα τῆς γάμπας).
πηλήκιο: Ἐκ τῆς ἀρχαιοελληνικῆς πήληκος, ποὺ σημαίνει «κράνος»: Ἡ σημασία προέρχεται ἀπ'τὸ γαλλικό casquette18 καὶ ἀναφέρεται σὲ στρατιωτικὸ καπέλο μὲ γεῖσο.
πήχη: Παλαιοτέρα μονάδα μήκους.
πίκα: πεῖσμα.
πίνω τὸ καταπέτασμα: Πίνω πάρα πολύ.
πίστομα: ἐπί + στόμα: μπρούμυτα.19
πλέριος: Ποὺ δὲν ἔχει ψεγάδι.
πλούσια τὰ ἐλέη: Πλούσια ἀγαθά.
ποετάστρος: Ἀτάλαντος ποιητής.
πολύπλαγκτη: πολύ + πλάζω: Ποὺ περιπλανιέται πολύ.
πομπιές: Μᾶλλον ἐκ τοῦ γαλλικῦ «pompier». Στὰ γαλλικὰ, κυριολεκτικὰ σημαίνει «πυροσβέστης». Ὡστόσο, ἡ λέξη χρησιμοποιεῖται (μὲ ἀρνητική ἕννοια) καὶ μεταφορικὰ (π.χ. δεῖτε ἐδῶ) γιὰ νὰ περιγράψῃ ἕναν ἀκαδημαϊκό, παρωχημένο καὶ πομπώδη τρόπο ἔκφρασης. Δεῖτε γιὰ παράδειγμα τὴν καταχώρησι τῆς Wikipedia σχετικὰ μὲ τὸν ὄρο L'art pompier. Ὡστόσο, συνήθως αὐτὸς ὁ ὄρος ἀναφέρεται σὲ ἔργα ζωγραφικῆς, ἐνῶ π.χ. ἐκεῖ ποὺ συνάντησα ἐγῶ τὴν λέξι (Γιούγκερμαν, Τόμος Α') ἀνεφέροντο σὲ ποίησι. Ὅμως, δὲν μπόρεσα νὰ βρῶ κάποια καλυτέραν σημασία.
πούζτα: Μᾶλλον puszta: Εἶδος στέπας ἀπὸ ἀπαντᾶται στὴν Οὐγγαρία.
πράτιγο: Ἐλευθέρωσι μετὰ ἀπὸ καραντίνα (ἣ ἐγκλεισμό).
πρινάρι: Ἐκ τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ πρίνου: Πουρνάρι.
πρόστυχα: Γιὰ ἀντικείμενα: Φτηνά, μικρῆς ἀξίας, χαμηλῆς ποιότητος.
πρυμάτσα: πρυμνοδέτης (ἀλυσίδα ἢ σχοινί).
πωρωμένος: Συναιθηματικὰ ἐνδεής (φτωχός).
ράντα: Ἐκ τοῦ ἰταλικοῦ rada: ἀγκυροβόλιο.
ραφινάρω: Ἀπαλλάσσω ἀπὸ προσμείξεις.
ρεκάζω: Ἐκ τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ ῥέγκω: σκούζω.
ρέλι (πλυθηντικός: ρέλια): Τὸ κιγκλίδωμα (τὰ προστατευτικὰ κάγκελα) ἢ χειρολαβές καὶ συρματόσχοινα ἀσφαλείας.20
ρόμπα ντι κάμερα (ἢ κάμαρα): Δὲν βρῆκα ἐρμηνεία πουθενά. Λόγω τοῦ λατινικοῦ «κάμαρα» ἢ «κάμερα», ποὺ σημαίνει δωμάτιο, μᾶλλον σημαίνει «νυχτικό».
ρομπινέτα ἢ ρουμπινέτα: Μικρό ἐξάρτημα σὰν βρύση.
ρόμπ-ντέ-σάμπρ: robe de chambre: Κυριολεκτικά σημαίνει «ρόμπα δωματίου». Εἶναι ἕνα εἶδος ρόμπας.
ρουμάνι: Ἐκ τοῦ τουρκικοῦ orman: Δάσος ἀδιάβατο.
σαφρίδι: Μικρό ψάρι τῆς Μεσογείου.
σεβιότ: Εἶδος μαλλίνου ὑφάσματος.
σεισοπυγήματα: σείω + πυγή: Κούνημα τῶν ὀπισθίων.21
σεπαρέ: Ἀπομονωμένος χῶρος σὲ κέντρο διασκέδασης.
σέρα: θερμοκήπιο.
σημύδα: Eἶδος δέντρου.
σινικός: Σίνα = Κίνα. Ἄρα, σημαίνει «κινέζικος».22
σκάντζα: Ἡ ἀλλαγή, ἡ ἀντικατάστασι.23
σκάντζα-βάρδια: Ἀλλαγὴ βάρδιας.
σκαρί: Συνήθως εἶναι ἡ πλατφόρμα ναυπηγείου πάνω στὴν ὁποία κατασκευάζεται ἕνα πλοῖο. Ὡστόσο, φαίνεται ὅτι σὲ κάποια σημεῖα σημαίνει «βαρκούλα».
σκολιός: στραβός.24
σκόπελο: ἐμπόδιο.
σκοπός: Μελωδία τραγουδιοῦ.
Σορόκος: Ἄνεμος τῆς Μεσογείου ποὺ δημιοργεῖται στὶς ἐρήμους νότια τῆς Μεσογείου.
σπαλέτα: Ἡ ἐτυμολογία φαίνεται νὰ εἶναι διφορουμένη: Ἡ επωμίδα, ἤτοι διακριτικό στρατιωτικοῦ βαθμοῦ στὸν ὦμο.
σπληνικός: Αὐτὸς ποὺ ὑποφέρει ἀπὸ νόσο τῆς σπλήνας.
στανικά: Μὲ τὸ στανιό.
σταρήρθα: Εἶδος κορυδαλλοῦ.
σταφιδίτης: Μᾶλλον κρασὶ ἀπὸ σταφίδες.
στιούαρτ: Ἄγνωστο.
στρακάρισμα: Μᾶλλον: χτύπημα.
στραποντέν: Ἐκ τοῦ γαλλικοῦ «strapontin»: Πτυσσόμενο κάθισμα.
συγνωστός: Ποὺ μπορεῖ, ἀξίζει, ἢ πρέπει νὰ συγχωρηθῇ.
συναγελάζομαι: συν + ἀγέλη: Σχετίζομαι μὲ ἀνήθικους ἀνθρώπους.
συναγελασμός: Δὲς «συναγελάζομαι».
σφαγιαστικό: (κέφι). Ἄγνωστο. Μᾶλλον πολύ κακό κέφι.
ταμπής: Ἀυτὸς ποὺ ψήνει καφέδες.
τανύομαι: Ἐκ τοῦ τανύω: τεντώνομαι.
τεζάκι: Ἐκ τοῦ τουρκικοῦ tezgâh: πάγκος.
τεχνίτρα: Θυληκό τοῦ «τεχνίτης».
τὶς οἷδε: Σημαίνει «ποιὸς ξέρει;».
τουλούπα: Ἐκ τῆς ἀρχαιοελληνικής τολύπης: Ἄγνεστος τούφα ἀπὸ βαμβάκι ἢ μαλλί.
τούντζι: χαζός, ἀγράμματος.25
τρακτίρι: Ἐκ τοῦ ρωσικοῦ «traktir»: κατάλυμα.
τράχωμα: Λοιμώδης νόσος ἀπὸ βακτήριο26 καὶ ὁδηγεῖ σὲ τύφλωσι.
τρεχαντήρι: Ἰστιοφόρο, ἰδίως ἀλιευτικό.
τροχάλι: Χοντρό χαλίκι.
τσιμινιέρα: Καπνοδόχος σὲ πλοῖο (ἢ ἐργοστάσιο).
τσίτι: ἀπλό (ἢ καὶ εὐτελές) βαμβακερὸ ὕφασμα (μὲ τυπωμένο ζωηρόχρωμο σχέδιο).
ὑιικὸς: Ποὺ ἀναφέρεται στὸν ὑιό. Εἶναι διαφορετικὴ λέξι ἀπὸ τὸ «ἰικός», π.χ. «ἰικὸ φορτίο», ποὺ ἀναφέρεται σὲ ἰό.
ὑμέναιος: γάμος.
ὑστερισμός: Μᾶλλον ἀπὸ τὸ γαλλικὸ hystérisme: ὑστερία.
φαγιέντζα ἢ φαγιάντζα: Εἶδος πηλοῦ ἐξαιρετικῆς ποιότητος, συνήθως λευκός.
φαλιμέντο: χρεωκοπία.
φαμελικῶς: οἰκογενειακῶς.
φανταιζί: φανταχτερό.
φέλπα: Ὕφασμα ποὺ εἶναι ἀπομίμησι βελούδου.
φιλιστρίνι ἢ φινιστρίνι: Ἐκ τοῦ ἰταλικοῦ finestrino: Παράθυρο πλοίου.
φίσα: Καρτελάκι ταξινόμησης.
φλέγμα: Ἐξαιρετικὴ ψυχραιμία, ἀπάθεια.
φλοῖσβος: Ἐκ τοῦ ἀρχαίου φλοῖσβος: Στὸν Καραγάτση συνήθως σημαίνει: θόρυβος από τον παφλασμό των κυμάτων.
φλωζεύω: πτωχεύζω, φαλιρίζω.
φουρκίζεται: θυμώνει.
Φορτίτσα: Ἄγνωστο.
φούχτα: χούφτα.
φτενός: λεπτός, ἰσχνός.
φτενόχρωμος: Μᾶλλον αὐτὸς ποὺ δἐν ἔχει πολλὰ χρώματα.
φύραμα: ζυμάρι, μαγιά.
χαγιάτι: Σκεπαστὸς ἐξώστης ποὺ ἀποτελεῖ προέκτασι ἐσωτερικοῦ χώρου.
χαϊρλούδικο: Μᾶλλον αὐτὸ ποὺ ἔχει χαΐρι, δηλαδὴ προκοπή.
χαμαιτυπεῖο: χαμαί + τύπτω (χτυπῶ).27 π$ρνεῖο.
χάνι: Περσικὸ πανδοχεῖο.
χάση: Ἐκ τοῦ «χάνω»: Ἡ περίοδος μετὰ τὴν πανσέληνο, ὅταν ἀρχίζει καὶ μειώνεται ἡ φωτεινὴ ἐπιφάνεια τῆς σελήνης.28
χατζηαβάτικα: ὑποτακτικά, δουλοπρεπῶς (ἀπὸ τὸν Χατζηαβάτη τοῦ Καραγκιόζη).
χαχόλος: ἄχαρος, ἄξεστος, ἀγροῖκος.
χλαίνη: Ἐκ τῆς ἀρχαιοελληνικής χλαίνης: Ἡ λέξη ἔχει ἀρκετές σημασίες (συμπεριλαμβανομένης τῆς ἀρχαιοελληνικῆς). Στὸ ἔργο τοῦ Καραγάτση, ὅμως, φαίνεται νὰ ταιριάζει περισσότερο τὸ «στρατιωτικὸ πανωφόρι μεγάλου μήκους».
χλιός: χλιαρός.
χρειώδη (τά): Τὰ ἀπαραίτητα.
χυδαῖο: Ποὺ χαρακτηρίζει τοὺς ἀπλοὺς καὶ ἀμορφώτους ἀνθρώπους.
a propos: Ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ.
amant de cœur: Ἀγαπητικὸς τῆς καρδιᾶς.
bagatelle: Τίποτα τὸ σπουδαῖο.
leit motiv: Ἐπαναλαμβανομένη μουσικὴ φράση.
primus inter pares: Πρῶτος μεταξὺ ἴσων.